παρατηρητικότητα

παρατηρητικότητα
η
η ικανότητα στην παρατήρηση: Οι λεπτομέρειες στις περιγραφές δείχνουν την παρατηρητικότητα του συγγραφέα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρατηρητικότητα — η η ιδιότητα τού παρατηρητικού, η ικανότητα κάποιου να παρατηρεί, να ενεργεί παρατηρήσεις, διορατικότητα, οξυδέρκεια, οξύνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρατηρητικός. Η λ., στον λόγιο τ. παρατηρητικότης, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Σίμων — I Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων. 1. Ο Ιππιατρικός. Αθηναίος που έζησε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και είχε γράψει Περί ιππικής. Οι γνώμες του πάνω σ’ αυτό το θέμα θεωρούνταν μεγάλου κύρους, και ο Ξενοφών έχει επαινέσει την παρατηρητικότητα του …   Dictionary of Greek

  • άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… …   Dictionary of Greek

  • αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… …   Dictionary of Greek

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • σκωψ — ο / σκώψ, ωπός, ΝΑ λόγια ονομασία είδους μικρής κουκουβάγιας, τού κοινώς γνωστού σήμερα γκιόνη, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομάζεται Otus scops αρχ. 1. είδος χορού κατά τον οποίο οι χορευτές μιμούνταν την γλαύκα 2.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχομετρία — Κλάδος της ψυχολογίας, που έχει ως αντικείμενο τη μαθηματική μέτρηση των ψυχικών φαινομένων. Η επιστήμη αυτή, που διαμορφώθηκε από τον φιλόσοφο και μαθηματικό Κ. Βολφ στις αρχές του 18ου αι., μόνο σε νεότερη εποχή βρήκε την πρακτική εφαρμογή της… …   Dictionary of Greek

  • Αλταμίρα — (Altamira). Τοποθεσία στην Ισπανία, κοντά στο Σανταντέρ, ονομαστή για το σπήλαιο με τις προϊστορικές βραχογραφίες, που έφεραν για πρώτη φορά τους αρχαιολόγους σε επαφή με την προϊστορική τέχνη. Το σπήλαιο αυτό το ανακάλυψε τυχαία ένας κυνηγός το… …   Dictionary of Greek

  • Αμίτσι, Εντμόντο ντε- — (Edmondo de Amicis, 1846 – 1908). Ιταλός λογοτέχνης. Συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Κούνεο και στο Τορίνο και αποφοίτησε από τη στρατιωτική σχολή της Μοντένα το 1865 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Πολέμησε στη μάχη της Κουστόρα το 1867 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”